γλυκερίδια

γλυκερίδια
Εστέρες που σχηματίζονται κατά την αντίδραση της γλυκερίνης με ανόργανα ή οργανικά μονοκαρβονικά οξέα. Επειδή η γλυκερίνη είναι τρισθενής αλκοόλη υπάρχουν μονο-, δι- και τριεστέρες, απλοί ή μεικτοί, ανάλογα δηλαδή εάν περιέχουν ρίζες του ίδιου ή διάφορων οξέων. Από τα γ. των ανόργανων οξέων πιο σημαντικό είναι το τριγλυκερίδιο του νιτρικού οξέος, που λέγεται νιτρογλυκερίνη. Τα γ. ονομάζονται από το αριθμητικό που δείχνει τον αριθμό των ριζών του οξέος, από την ονομασία του οξέος και την κατάληξη -ίνη (π.χ. τριπαλμιτίνη). Παρασκευάζονται από τη γλυκερίνη με επίδραση χλωριδίων οξέων, είναι άχρωμα υγρά ή κρυσταλλικά σώματα και υδρολύονται εύκολα προς λιπαρά οξέα και γλυκερίνη. Βρίσκονται στη φύση, στα έλαια και στα λίπη, τα οποία είναι μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με οξέα με ζυγό αριθμό ατόμων άνθρακα (από 4 έως 20). Λίπη θεωρούνται τα μείγματα που σε θερμοκρασία δωματίου είναι στερεά και έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε κορεσμένα οξέα, ενώ τα έλαια είναι υγρά και σε αυτά υπερτερούν τα ακόρεστα οξέα. Τα μονογλυκερίδια είναι θαυμάσιοι γαλακτωματοποιητές. Η υδρόλυση των γ. χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την παρασκευή γλυκερίνης και σαπουνιών, τα οποία είναι άλατα με ιόντα νατρίου (Na+) ή καλίου (K+) των λιπαρών οξέων που είναι συστατικά των γ. Επίσης, με καταλυτική προσθήκη υδρογόνου στα ακόρεστα γ. παρασκευάζεται μαργαρίνη.
* * *
τα
εστέρες τής γλυκερίνης με οργανικά οξέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρηνέλαιο — Το λάδι που βγαίνει από τους πυρήνες του ελαιοκάρπου. Είναι λάδι χαμηλής ποιότητας και το χρησιμοποιούν κυρίως για να παρασκευάζουν πράσινο σαπούνι. Για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως φαγώσιμα τα π., πρέπει να προέρχονται από πρόσφατη έκθλιψη.… …   Dictionary of Greek

  • εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ …   Dictionary of Greek

  • κικινελαϊκός — ή, ό φρ. (βιοχ.) «κικινελαϊκό οξύ» κοινή ονομασία τού υδροξυ 12 οκταδεκενο 9 οϊκού οξέος, τού οποίου τα γλυκερίδια είναι τα κύρια συστατικά τού κικινελαίου …   Dictionary of Greek

  • τριγλυκερίδιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα τριγλυκερίδια (βιοχ.) γλυκερίδια τα οποία περιέχουν στο μόριό τους τρεις ακυλομάδες, αλλ. τριακυλογλυκερόλες …   Dictionary of Greek

  • λεκιθίνες — Φυσικές οργανικές ουσίες, που περιέχουν φωσφόρο και άζωτο και ανήκουν στην ομάδα των φωσφατιδίων. Οι λ. αποτελούνται από μεικτά γλυκερίδια, στα οποία τα δύο υδροξύλια της γλυκερίνης εστεροποιούνται με λιπαρά οξέα και το τρίτο με φωσφορικό οξύ, το …   Dictionary of Greek

  • λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… …   Dictionary of Greek

  • λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”